Πολίτευμα και Κομματική Δημοκρατία

Του Δρ. Μάνου Δανέζη,

«Πολιτική οργάνωση και κοινωνία», εφ. Πειραϊκή Πολιτεία, 20/6/1994.
«Κομματική ανασυγκρότηση και θεματικές οργανώσεις», περιοδ. ΛΙΜΑΝΙ, Σεπτέμβριος 1997.
«Από το παλιό στο Νέο. Μια πρόταση επανίδρυσης των κομμάτων», εφ. Καθημερινά Νέα 17 Νοεμβρίου 1999.
«Κομματική Δημοκρατία». Περιοδικό «Ζενίθ», Ιανουάριος 2010
 Με την πάροδο του χρόνου γίνεται όλο και πιο φανερό ότι ένα πρώτο και πολύ δύσκολο βήμα αποκατάστασης της Δημοκρατικής Τάξης, στο πλαίσιο ενός Νέου Πολιτισμικού Ρεύματος, είναι η λήψη μιας σειρά ουσιαστικών θεσμικών παρεμβάσεων, στη δομή και τη λειτουργία των κομμάτων, ως φορέων της αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, η οποία, εξ ανάγκης, αντικατέστησε την άμεση Αθηναϊκή Δημοκρατία.

Η αποσάθρωση των κομματικών δομών

Όπως θα έχουμε διαπιστώσει ένα από τα βασικότερα αίτια της αποσάθρωσης των οργανωτικών δομών των πολιτικών σχηματισμών την περίοδο της μετάβασης που διανύουμε, είναι η ραγδαία απομαζικοποίηση της κοινωνίας, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την αποδυνάμωση, πολιτικά και ποσοτικά, της δυνατότητας σχεδιασμού και κοινωνικής παρέμβασης των κομμάτων.
Αυτό που θα πρέπει να αντιληφθούμε έγκαιρα είναι ότι, τα παρατηρούμενα φαινόμενα δεν είναι συνηθισμένες εκφράσεις της κοινωνικής δομής την οποία μέχρι σήμερα βιώναμε και, ως εκ τούτου, γνωρίζαμε πώς να την διαχειριστούμε. Η φαινομενικά απραξία και σύγχυση της κοινωνίας των πολιτών είναι αποτέλεσμα ενός δραματικού κοινωνικού «σοκ», μπροστά στη θυελλώδη επιτάχυνση της εξέλιξης των ιστορικών μεταλλαγών. Οι αλλαγές αυτές οδηγούν πρωτογενώς στη διάλυση των συγκεντρωτικών δομών οργάνωσης των κομμάτων, και δευτερογενώς στην ανάπτυξη της ανάγκης μιας πολύμορφης έως εξατομικευμένης έκφρασης.
Αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού είναι να είναι αδύνατη η αντιμετώπιση του όποιου οργανωτικού προβλήματος, μέσω μοντέλων και πρακτικών μιας ιστορικής περιόδου που έχει φθάσει πλέον στη δύση της.
Αυτό όμως που θα πρέπει αρχικά να συνειδητοποιήσουν αυτοί που φιλοδοξούν να εκσυγχρονίσουν τις δομές των κομμάτων τους είναι ότι αυτές, λαμβανομένης υπ’ όψιν της σύγχρονης Ελληνικής και διεθνούς πραγματικότητας, δεν μπορούν να ανασυγκροτηθούν με βάση ψευδεπίγραφα πολιτικά ρεύματα που δήθεν μορφοποιούνται στους κόλπους των ηγετικών τους ομάδων.
Βασικός πλέον παράγοντας ανάπτυξης μιας επιτυχημένης οργανωτικής δομής είναι η επαρκής συνειδητοποίηση της ταυτότητας των επάλληλων και παράλληλων κοινωνικών ρευμάτων, τα οποία διαμορφώνονται στη βάση του κοινωνικού ιστού, τον οποίο υποτίθεται πως ο πολιτικός σχηματισμός, πρέπει να αγκαλιάσει και να εκφράσει. Ειδικότερα όσον αφορά την οργανωτική δομή των πολιτικών κομμάτων, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι έχει παρέλθει, τουλάχιστον σε ελληνικό επίπεδο, η εποχή του λενιστικού κόμματος, επί τη βάση του οποίου είναι δομημένες οι κομματικές οργανωτικές δομές όλων ανεξαρτήτως των ελληνικών κομμάτων. Ο λόγος είναι ότι η κοινωνική διαστρωμάτωση, την οποία υποτίθεται ότι αποτυπώνει σε μικρογραφία μια τέτοια κομματική δομή, έχει πάψει προ πολλού να υπάρχει.

Οι βασικές αρχές

Στα πλαίσια μιας καλά λειτουργούσας Δημοκρατίας δημιουργούνται ομαδοποιήσεις πολιτών αφενός μεν επί τη βάση μόνιμων, ιδεολογικών, ανθρώπινων, θεσμικών ή πολιτισμικών αρχών, αφετέρου δε επί τη βάση πρόσκαιρων κοινωνικών αναγκαιοτήτων, ή ανθρώπινων συμφερόντων. Η προηγούμενη διαπίστωση, δεν σημαίνει ότι στα πλαίσια μιας ραγδαία μεταβαλλόμενης κοινωνικής δομής, οι ιδέες και οι πρακτικές θα παραμένουν δογματικά αναλλοίωτες. Το βασικό μέλημα πρέπει να είναι οι πρόσκαιρες κοινωνικές αναγκαιότητες, ή τα ανθρώπινα συμφέροντα, να μην καταργούν, ή να μην έρχονται σε σύγκρουση με τις μόνιμες και βασικές αρχές. Ομοίως, οι όποιες διαφοροποιήσεις αρχών, ιδεών και πρακτικών, πρέπει να κοινοποιούνται και να έχουν την έγκριση της πλειοψηφίας. Σε αντίθετη περίπτωση δεν ομιλούμε περί μιας θεσμικά συγκροτημένης δημοκρατικής ομάδας; αλλά για μια «συντεχνιακή» σύμπραξη συμφερόντων. Η Δημοκρατία όμως απαιτεί την λειτουργία πολιτικών ομάδων αρχών, και όχι συμφερόντων.
Οι πολιτικές ομάδες, στα πλαίσια μιας λειτουργούσας δημοκρατίας, έχουν φυσικές ηγεσίες, οι οποίες αναδεικνύονται και νομιμοποιούνται, στα πλαίσια της λειτουργίας του Δήμου, με βάση τις δυνατότητες που επιδεικνύουν. Οι ηγεσίες αυτές πρέπει να επισημοποιούνται μέσω μιας δημοκρατικής εκλογής, και όχι εξ απονομής, ή στο στενό κύκλο ενός κλειστού μηχανισμού, μέσω αδιαφανών και παρασκηνιακών διαδικασιών, ερήμην της κοινωνίας των πολιτών.
Για το λόγο αυτό οι ηγεσίες (τοπικές και κεντρικές) των πολιτικών σχηματισμών, θα πρέπει να εκλέγονται από όλο και πιο διευρυμένη λαϊκή βάση, με στόχο την εκλογή τους από το σύνολο της κοινωνίας, η οποία συμφωνεί με το αξιακό υπόβαθρο της πολιτικής ομάδας. Αν η βάση εκλογής των ηγεσιών διευρυνθεί στο μέγιστο, θα είναι πλέον πάρα πολύ δύσκολο, έως ακατόρθωτο, να υπάρξουν εξωθεσμικές ή υπερτοπικές μεθοδεύσεις αλλοίωσης των εκλογικών διαδικασιών.
Αν κάποια πολιτική ομάδα κερδίσει τις γενικές εκλογές, η φυσική ηγεσία της, ως κυβερνώσα, καθίσταται αυτομάτως ελεγχόμενη, όχι μόνο από την ολομέλεια του Δήμου, αλλά πρωταρχικά από τα μέλη της πολιτικής ομάδας από την οποία προέρχεται. Σε αυτή την περίπτωση τα μέλη της πολιτικής ομάδας έχουν την ευθύνη ελέγχου της φυσικής ηγεσίας τους. Ο έλεγχος αυτός κεντρώνεται στο κατά πόσον η ηγεσίες, κατά την διάρκεια της άσκησης των καθηκόντων τους, μένουν συνεπείς στις βασικές αρχές τις οποίες συλλογικά η πολιτική ομάδα έχει θέσει. Σε αντίθετη περίπτωση την ανακαλούν στη δημοκρατική τάξη, ή την παύουν, πριν η κακή, κατά την άποψή τους, λειτουργία της καταστεί απειλή για την επιβίωση της ίδιας της πολιτικής ομάδας. Είναι προφανές ότι και στην περίπτωση αυτή πρέπει να ισχύει η αρχή της ανεξαρτησίας μεταξύ ελεγχομένου και ελέγχοντος. Αυτό σημαίνει ότι στην περίπτωση που δίνεται εντολή σχηματισμού κυβέρνησης σε ένα κόμμα, αυτομάτως γίνονται διακριτές οι θέσεις του προέδρου του κόμματος και του πρωθυπουργού. Ομοίως είναι φυσικό οι συμμετέχοντες σε όλα τα κομματικά όργανα, να μην συμμετέχουν σε καμία κυβερνητική δομή, προκειμένου να μην εξαρτώνται με οποιοδήποτε τρόπο, από την κυβερνητική εξουσία. Αυτό, βέβαια, που πρέπει να τονιστεί είναι ότι στις δημοκρατίες, η άποψη των πολλών, πιθανότατα, μπορεί να μη είναι η ορθότερη, είναι όμως η μόνη δημοκρατικά νόμιμη και όποιος με οποιοδήποτε τρόπο την καταστρατηγεί βρίσκεται εκτός δημοκρατικής νομιμότητας.
Τα κόμματα αρχών
Στα πλαίσια της πολυκομματικής αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας το ρόλο των πολιτικών ομάδων αρχών παίζουν τα «κόμματα αρχών». Η δομή και η λειτουργία των κομμάτων είναι θεσμικά και νομικά κατοχυρωμένη. Επειδή ο θεσμός του κόμματος προσπαθεί να αντικαταστήσει, μέσω εκλεγμένων οργάνων, την άμεση παρουσία των πολιτών στα κέντρα λήψης αποφάσεων και ελέγχου, η δημοκρατική τους συγκρότηση και λειτουργία αποτελεί τον θεμέλιο λίθο του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η πραγματικότητα απογοητεύει.
Τα κόμματα υποτίθεται ότι στηρίζουν τη δομή τους σε δημοκρατικά καταστατικά λειτουργίας. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι τα καταστατικά αυτά, αν δεν εφαρμόζονται επιλεκτικά, ερμηνεύονται και παρερμηνεύονται κατά το δοκούν, ώστε να εξυπηρετούνται τα εκάστοτε συμφέροντα των εσωκομματικών διοικητικών δομών τους. Με τον τρόπο οι καταστατικοί χάρτες των κομμάτων δεν αποτελούν συμβόλαια αρχών με την κοινωνία των πολιτών, αλλά μια δημοκρατικοφανή κάλυψη της βαθιά αντιδημοκρατικής και ολιγαρχικής δομής τους.
Για να εναρμονισθεί ένα κόμμα με τις προαναφερθείσες δημοκρατικές αρχές θα πρέπει θεσμικά να κατοχυρωθούν οι επόμενοι κανόνες:
Τα καταστατικά των κομμάτων πρέπει να καταστούν θεσμικά, δεσμευτικά έγγραφα λειτουργίας τους και κάθε καταστρατήγησή τους να αντιμετωπίζεται από το πολίτευμα ως πολιτειακό ολίσθημα και να ελέγχεται πολυεπίπεδα.
Πρέπει να αναβαθμιστεί ο ρόλος του «μέλους του κόμματος» και να αναδειχθεί η σοβαρότητά του στα πλαίσια του δημοκρατικού πολιτεύματος. Σε μια δημοκρατική κοινωνία το μέλος ενός κόμματος επιτελεί πολιτικό λειτούργημα, ίσης σημασίας με εκείνο του οποιοδήποτε εκλεγμένου αντιπροσώπου σε οποιοδήποτε επίπεδο. Η εγγραφή ενός πολίτη σε ένα κόμμα δεν αποτελεί μια ιδιωτική σχέση εξάρτησης μεταξύ κόμματος και πολίτη, αλλά μια πολιτική πράξη η οποία πρέπει να είναι εγγυημένη από το ίδιο το πολίτευμα. Αυτό σημαίνει ότι το πολίτευμα πρέπει να εγγυάται και να καθορίζει τις υποχρεώσεις αλλά και τα δικαιώματα των μελών των κομμάτων. Ο τίτλος του μέλους ενός κόμματος αποτελεί πολιτειακή θέση ανάλογη του αυτοδιοικητικού άρχοντα και του βουλευτή.
Οι υποψήφιοι όλων των βαθμών αυτοδιοίκησης, οι υποψήφιοι βουλευτές, αλλά και τα ίδια τα κόμματα, υποβάλλουν αίτηση συμμετοχής στις εκλογές στο Πρωτοδικείο. Με τον τρόπο αυτό οι υποψήφιοι αναγνωρίζουν ένα δικαιακό δημοκρατικό σύστημα το οποίο ελέγχει το νομότυπο της πρόθεσής τους να εκτεθούν ως υποψήφιοι. Κάποια παρόμοια διαδικασία θα πρέπει να θεσμοθετηθεί και ως προς την εγγραφή ενός πολίτη στις τάξεις ενός κόμματος.
Κάθε πολίτης, αν το επιθυμεί, με αίτηση του σε κάποια δημόσια αρχή πρέπει να ζητά να γίνει μέλος κάποιου κόμματος. Σε τακτά χρονικά διαστήματα εκδίδονται καταστάσεις των μελών των κομμάτων, τα οποία έχουν την δυνατότητα συμμετοχής στις θεσμοθετημένες λειτουργίες τους. Το κόμμα βάσει του καταστατικού του, αιτιολογημένα και μέσω συλλογικών διαδικασιών, μπορεί να απορρίψει ή να αποδεχθεί τις εγγραφές. Κάθε πολίτης αν το επιθυμεί,  δικαιούται να δηλώσει συμμετοχή στις δομές ενός και μόνου κόμματος. Οι διπλοεγγραφές ελέγχονται με σύστημα ανάλογο αυτού των εκλογικών καταλόγων. Οι διπλοεγγραφέντες τιμωρούνται με αφαίρεση του δικαιώματος εκλέγειν και εκλέγεσθαι για πέντε χρόνια και αυτομάτως καθίστανται «πολίτες περιορισμένης ευθύνης, ενώ τα ονόματά τους δημοσιοποιούνται ευρέως.
Όπως ήδη αναφέραμε σε περίπτωση που ένα κόμμα κερδίσει τις γενικές εκλογές, πρέπει να καθίστανται αυτομάτως διακριτές οι θέσεις του προέδρου του κόμματος και του πρωθυπουργού. Αυτό πρέπει να γίνεται προκειμένου να διασφαλιστεί η αρχή της ανεξαρτησίας μεταξύ του ελέγχοντος κόμματος, και της ελεγχομένης από αυτό κυβέρνησης. Με την αυτή λογική τα μέλη των θεσμικών οργάνων του κόμματος δεν μπορούν να κατέχουν κυβερνητικές, πολιτικές, ή δημόσιες θέσεις προκειμένου να μην εξαρτώνται από την ελεγχομένη αρχή.
Σε μια γνήσια πολυκομματική αντιπροσωπευτική δημοκρατία, ο Λαός, μέσω των γενικών εκλογών, εκλέγει το κόμμα και όχι τον πρωθυπουργό. Η δικαιοδοσία επιλογής προέδρου της κυβέρνησης είναι προνομία του κόμματος. Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει σαφές ότι δεν είναι δημοκρατικά επιτρεπτό ο πρωθυπουργός, ως ελεγχόμενος από το κόμμα,, να καταργεί, να διαφοροποιεί ή να αλλοιώνει κατά το δοκούν τις ελέγχουσες κομματικές δομές, όταν αυτές εν τη ασκήσει των καθηκόντων τους, τον ελέγχουν. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι σε μια Δημοκρατία το κόμμα καταργεί τον πρωθυπουργό, και όχι ο πρωθυπουργός το κόμμα. Σε περίπτωση διαφωνίας κομματικών δομών και κυβέρνησης υπάρχουν δύο λύσεις:
α) Ο πρωθυπουργός παραιτείται και το κόμμα μέσω της κοινοβουλευτικής ομάδας εκλέγει νέο πρόεδρο της κυβέρνησης ή β) την τελική λύσει δίνει το συνέδριο του κόμματος, ως ο μόνος φορέας έκφρασης του συνόλου των μελών του.
Τέλος, αυτό το οποίο θα πρέπει να υπογραμμιστεί είναι ότι τα κόμματα θα πρέπει να αποκτήσουν πιο ευέλικτες δομές. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να καταργηθούν μια σειρά από όργανα, τα οποία αφενός μεν δεν έχουν εκλεγεί με άμεσο τρόπο, αφετέρου δε γιγαντώνουν την κομματική γραφειοκρατία και την αυθαιρεσία των μηχανισμών.
Οι προηγούμενες παρεμβάσεις στη λειτουργία και τη δομή των κομμάτων αποτελούν μόνο την αφετηρία μιας ευρύτερης και θεμελιακής αλλαγής των κομματικών δομών, προκειμένου να εναρμονισθούν με τα γνήσια δημοκρατικά και ουμανιστικά πρότυπα. Για να μην εξευτελιστεί η έννοιας της Δημοκρατία που γεννήθηκε στην Ελλάδα, στο πρότυπο του εξευτελισμού της έννοιας του Σοσιαλισμού από τις αλήστου μνήμης ανατολικές λαϊκές δημοκρατίες.
Previous Post Next Post

You Might Also Like