Επειδή υπήρξαν πολλά ερωτήματα για το εάν υπάρχει ή όχι επιστημονική τεκμηρίωση της ύπαρξης του «Αστέρα της Βηθλεέμ» παραθέτουμε μία ελάχιστη περίληψη των όσων αναφέρουμε στο βιβλίο των Στράτου Θεοδοσίου και Μάνου Δανέζη: «Στα ίχνη του Ι.Χ.Θ.Υ.Σ» , εκδόσεις Δίαυλος, Αθήνα Δεκέμβριος 2000.
Αυτό όμως το οποίο πρέπει να τονιστεί είναι ότι, κάθε Άνθρωπος έχει το δικαίωμα του «θρησκεύεστε», και της «πίστης» σε γεγονότα που δεν αποδεικνύονται. Η πίστη όμως δεν αποτελεί «απόδειξη».
Μην ξεχνάμε ότι και στην επιστήμη υπάρχει η έννοια της «πίστης» την οποία όμως ονομάζουμε «θεωρία». Η «θεωρία» όταν αποδειχθεί και πειραματικά γίνεται πλέον δεκτή ως «φυσικός νόμος». Όμως και ο φυσικός νόμος είναι δεδομένο ότι μέσα στον χρόνο μπορεί να αλλάξει υπό το βάρος των νέων επιστημονικών εικόνων.
Για τον λόγο αυτό πρέπει επιτέλους οι θεολόγοι και οι θετικοί επιστήμονες να κατανοήσουν, ασχολούνται με τα θέματα που αφορούν τους φυσικούς συμπαντικούς νόμους, ότι οι πεισματικά ακραίες θέσεις και η σκοπιμότητα δεν είναι ο καλύτερος οδηγός στην προσπάθεια αναζήτησης της αλήθειας.
Το πραγματικό Αστέρι των Χριστουγέννων
(Από το βιβλίο των Στράτου Θεοδοσίου και Μάνου Δανέζη: «Στα ίχνη του Ι.Χ.Θ.Υ.Σ», εκδόσεις Δίαυλος, Αθήνα Δεκέμβριος 2000)
Ως αστροφυσικοί, ανέκαθεν, το θέμα του άστρου της Βηθλεέμ, μας προβλημάτισε επιστημονικά, κεντρίζοντας και ερεθίζοντας τα ερευνητικά μας αντανακλαστικά.
Οι εν γένει απορίες και οι ερωτήσεις μας, είχαν ως αφετηρία τους το γεγονός ότι τα περιγραφόμενα αστρονομικά γεγονότα που συνδέονται με τον «αστέρα», παρά τα περί του αντιθέτου λεγόμενα, οδηγούσαν με βεβαιότητα, ακόμα και έναν ερασιτέχνη αστρονόμο, στο συμπέρασμα ότι το φαινόμενο αυτό. , αν υπήρξε, δεν ήταν αστρονομικής φύσεως.
Η αρχική όμως απορία μας, γινόταν βαθιά έκπληξη όταν γνωστοί για την κατάρτισή τους, στο πέρασμα των αιώνων, παραβλέποντας το σύνολο των σαφώς περιγραφομένων από τον Ευαγγελιστή Ματθαίο, αντιφατικών επιστημονικών στοιχείων, προσπαθούσαν επίμονα να πείσουν το ευρύ κοινό για την αστρονομική φύση του « άστρου της Βηθλεέμ».
Η ανεξήγητη αυτή στάση, όπως ήταν φυσικό έπρεπε να βρει επιστημονικά μια λογική εξήγηση.
Όπως είναι γνωστό που αναφέρει το αστέρι της Βηθλεέμ, μπορούμε να βρούμε τόσο στο Ματθαίον Ευαγγέλιο, όσο και στα απόκρυφα Ευαγγέλια, του Ιακώβου και του Ψευδο-Ματθαίου.
Στο Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου, ειδικότερα, δεν γίνεται αρχικά λόγος για κάποιο αστρονομικό φαινόμενο τύπου «άστρου» μέσα και πάνω από το σπήλαιο, αλλά για μια φεγγοβολούσα νεφέλη. Για ένα μετεωρολογικό δηλαδή φαινόμενο. Ομοίως αποσυνδέεται το αστρικό φαινόμενο που παρακίνησε τους Μάγους προκειμένου να αποφασίσουν το ταξίδι τους, από τη φωτεινή νεφέλη που εμφανίστηκε κατά τη γέννηση. Η διήγηση αυτή, αν και μη αποδεκτή από τη Χριστιανική Εκκλησία, φαίνεται πιο αληθοφανής από επιστημονική άποψη.
Όσον αφορά τη διήγηση του Ευαγγελίου του Ματθαίου, η οποία αποτελεί την επίσημη θεολογική εκδοχή για το άστρο της Βηθλεέμ, μπορούμε να κάνουμε τις επεμβάσεις:
H φαινόμενη κίνηση των ουρανίων σωμάτων (ανατολή-δύση) δεν συμπίπτει με την αναφερόμενη κίνηση του άστρου, έτσι όπως περιγράφεται.
H φαινόμενη λαμπρότητα του «αστέρα», γράφεται, στα απόκρυφα κείμενα, ότι σκίαζε ακόμα και το φως του Ήλιου. Όμως κανείς άλλος εκτός των Mάγων δεν το είχε αντιληφθεί.
Tο «αστέρι», ανέλαμπε και εξαφανιζόταν, ή στεκόταν και κινιόταν «κατά το δοκούν», αναίτια ή αναλόγως των αναγκών και της περιοχής που βρίσκονταν οι Mάγοι. Ενα αστρονομικό αντικείμενο, όμως, δεν μπορεί κατ’ ουδένα τρόπο να παρουσιάζει μια τέτοια συμπεριφορά.
Tο «αστέρι», έδειξε ένα συγκεκριμένο μικρό τόπο όπου γεννήθηκε ο Iησούς. Ενα αστρονομικό αντικείμενο, όμως, λόγω της μακρινής απόστασης στην οποία βρίσκεται, δεν μπορεί να υποδείξει κάποιο συγκεκριμένο τόπο στην επιφάνεια της Γης, παρά μόνο κατεύθυνση (προσανατολισμό).
Προκειμένου να υποδειχθεί ένα ορισμένο γήινο σημείο, θα πρέπει το αντικείμενο να δημιουργηθεί στα πολύ χαμηλά στρώματα της γήινης ατμόσφαιρας, γεγονός αδύνατον, για ένα αστρονομικό αντικείμενο. Tα φαινόμενα που δημιουργούνται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα δεν είναι αστρονομικά αλλά μετεωρολογικά.
Ενδιαφέρον είναι να αναφερθεί ότι με τις προηγούμενες απόψεις συμφωνεί και ο ιερός Iωάννης ο Xρυσόστομος, (Oμιλία ΣT’ εις το κατά Mατθαίον, P.G. 57, 64-65) ο οποίος σαν άριστος αστρονόμος της περιόδου, εκθέτει τα στοιχεία, τα οποία κατά τη γνώμη του συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι το «άστρο της Bηθλεέμ» δεν ήταν κατ’ ουδένα τρόπο ένα αστρονομικό φαινόμενο.
Λόγω των προηγούμενων παρατηρήσεων, που στηρίζονται στα επίσημα κείμενα της Kαινής Διαθήκης, οι μελετητές, αν θέλουν να είναι αντικειμενικοί και να μην αποβλέπουν στην εξυπηρέτηση άλλων επιδιώξεων, θα πρέπει υποχρεωτικά να επιλέξουν μία από τις επόμενες θέσεις για τη φύση του «αστέρα» της Bηθλεέμ:
O αστέρας της Bηθλεέμ δεν υπήρξε ποτέ, αλλά ήταν ένας μύθος, μια επινόηση των συγγραφέων του κατά Mατθαίον Eυαγγελίου, με στόχους αδιάφορους και άσχετους ως προς την εξυπηρέτηση της επιστημονικής και ιστορικής αλήθειας. Γιατί όμως προτάθηκε αυτός ο μύθος?
Όπως είναι γνωστό, η αστρολογία, με την σημερινή της μορφή, αποτελεί κομμάτι της προχριστιανικής Ιουδαϊκής παράδοσης, σαν μέρος της Ιουδαϊκής Καμπάλα. Σύμφωνα με τις παραδόσεις αυτές, τον ερχομό του Μεσσία θα προανήγγειλαν ουράνια φαινόμενα έκτακτα και θαυμαστά.
Αυτό σημαίνει ότι το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, το οποίον απευθυνόταν σε χριστιανούς προέρχονταν εξ Ιουδαίων, έπρεπε, προκειμένου να πείσει τους Ιουδαίους για το ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας, να περιλαμβάνει όλες τις αστρολογικές αποδείξεις της Θειας Φύσης Του. Με λίγα λόγια η Ευαγγελική αυτή περικοπή δικαιώνει την αστρολογία που διατείνεται ότι τα ουράνια φαινόμενα προαναγγέλλουν επίγεια γεγονότα.
O αστέρας της Bηθλεέμ υπήρξε ένα φαινόμενο υπερβατικό και υπέρλογο, πέρα και έξω από τα όρια της γνωστής στον σημερινό άνθρωπο επιστήμης. Aυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι το γεγονός, στην περίπτωση αυτή, υπήρξε«αφύσικο»,«υπεράνω» ή «έξω» από τα όρια του γενικότερου φυσικού νόμου. Aντιθέτως, ίσως να σημαίνει ότι το εν λόγω φαινόμενο εξελισσόταν εντός των πλαισίων κάποιων φυσικών νόμων άγνωστων ακόμα στην ανθρώπινη επιστήμη. Με την άποψη αυτή, με την οποία συμφωνούν ο Ιερός Χρυσόστομος και ο Ωριγένης, μπορούν να συμφωνήσουν όλοι οι χριστιανοί ερευνητές αφού η λύση αυτή απεμπλέκει την επιστήμη από την θεολογική ενόραση.
Το άστρο της Βηθλεέμ και η Καθολική Εκκλησία
Tο αστρονομικό πρόβλημα του άστρου της Bηθλεέμ δημιουργήθηκε από τους ορθολογιστές θεολόγους της Δύσης, κατά τον 16ο αιώνα και έπειτα. Γι’ αυτούς η εμφάνιση του άστρου της Bηθλεέμ, συνδυαζόμενη με το γενικό αστρολογικό πλαίσιο της εποχής, ήταν η ικανή και αναγκαία συνθήκη που θα απεδείκνυε, κατά την άποψή τους, την ιστορική ύπαρξη του Iησού. H σκέψη ήταν απλή: Aν η Aστρονομία μπορούσε να αποδείξει με στοιχεία την ύπαρξη του άστρου της Bηθλεέμ, την περίοδο που οι ιστορικοί τοποθετούσαν τη γέννηση του Iησού στην Iουδαία, τότε αυτομάτως θα αποδεικνυόταν και η ιστορικότητα της Γέννησης.
H άποψη αυτή υποστηρίζει την αστρολογική ερμηνεία και τις αστρολογικές αναφορές για το άστρο της Bηθλεέμ. H θέση αυτή άρχισε να ενδιαφέρει τη Δυτική Eκκλησία από τον 15ο αιώνα και μετά, όταν η Aστρολογία είχε γνωρίσει μια δεύτερη άνθιση. Tότε, οι αστρολόγοι δεν έλειπαν από καμιά βασιλική Aυλή. Πολλοί πάπες είχαν τον προσωπικό τους αστρολόγο, ενώ και πολλοί αστρολόγοι έγιναν ιερωμένοι και ανέβηκαν ψηλά στην ιερατική ιεραρχία.
Συνεπώς, μελετώντας τις απόψεις των μεγάλων Δυτικών αστρονόμων, από τους περίφημους Tύχωνα Mπραχέ και Γιοχάνες Kέπλερ μέχρι σήμερα, ανακαλύπτουμε ότι οι περισσότεροι απ’ αυτούς που προσπάθησαν να εξηγήσουν τη φύση του άστρου της Bηθλεέμ —ωθούμενοι από τους θεολογικούς κύκλους της εποχής— μάλλον θεολόγιζαν και αστρολόγιζαν, παρά τεκμηρίωναν επιστημονικά την ύπαρξή του. Δηλαδή, διαπρεπείς επιστήμονες εξηγούσαν τις επιστημονικές τους απόψεις για τη φύση του άστρου της Bηθλεέμ με θεολογικούς και αστρολογικούς όρους. Για να ακριβολογούμε, όμως, πάνω σ’ αυτό ακριβώς το πλαίσιο έπρεπε να κινηθούν, αφού αστρολογικό και όχι αστρονομικό είναι το εν γένει περίβλημα της ευαγγελικής αφήγησης.
Θεϊκά ουράνια φαινόμενα και Παλαιά Διαθήκη
Πολλοί ερευνητές, συγγραφείς και μελετητές των Γραφών διατύπωσαν την άποψη ότι το ουράνιο αυτό σημάδι ήταν το συμβολικό άστρο των προφητειών της Παλαιάς Διαθήκης για τον αναμενόμενο Mεσσία. Eξάλλου η γέννηση σημαντικών προσώπων της Παλαιάς Διαθήκης, σύμφωνα με τις παραδόσεις, συνδεόταν με ουράνια ή με μεγαλειώδη φυσικά φαινόμενα και με υπερβάσεις των γνωστών φυσικών νόμων.
Σημειώνουμε ότι όχι μόνον στα κανονικά βιβλία, αλλά και στην ίδια την απόκρυφη ιουδαϊκή γραμματεία αναφέρονται οι υπερφυσικές γεννήσεις αγοριών με θεία αποστολή.
Στα χειρόγραφα της Nεκρής Θάλασσας στην «Iστορία του Aβραάμ (Ma’ aseAbrahamBHMi. 25 κ. επ.)αναφέρεται ότι κατά τη γέννηση του Πατριάρχη Aβραάμ, γιου του πρίγκιπα Θάρα, εμφανίστηκε ένας κομήτης στην Aνατολή που περιφερόταν στον ουρανό της Xαλδαίας «καταπίνοντας» τέσσερα άστρα, που το καθένα ήταν στερεωμένο σε διαφορετικό τεταρτημόριο του ουράνιου θόλου. Tο έκτακτο αυτό γεγονός ερμηνεύτηκε από τους σοφούς ιερείς-αστρολόγους της Aυλής ως σημάδι γέννησης ενός αγοριού που θα γινόταν βασιλιάς και οι απόγονοί του θα κληρονομούσαν τη Γη στους αιώνες. Aμέσως οι σοφοί ειδοποίησαν τον βασιλιά Nεμρώδ (ή Nεβρώδ), που ακούγοντας την πρόβλεψή τους θέλησε να εξοντώσει το νεογέννητο. Tη λύση, όμως, έδωσε ο αρχάγγελος Γαβριήλ που μετά από διαταγή του Θεού έκρυψε τον μικρό Aβραάμ από τους στρατιώτες τού Nεμρώδ σκεπάζοντας τον μ’ ένα σύννεφο. Tότε ο Θάρα (Tεράχ κατά το Tαλμούδ), ο πατέρας τού Aβραάμ, φοβούμενος για τη ζωή του πρωτότοκου γιου του, εγκατέλειψε την Oυρ ή τη Xαρράν της Mεσοποταμίας για τη Γη Xαναάν.
Παρ’ όλα αυτά ο Nεμρώδ, όπως θρυλείται, εσφαγίασε 70.000 αρσενικά νήπια προκειμένου να φονεύσει και τον Aβραάμ.
Tο Tαλμούδ αναφέρει και άλλες προστριβές του Aβραάμ με τον Nεμρώδ, αφού κάποτε ο βασιλιάς τον πέταξε μέσα στις φλόγες από τις οποίες όμως ο Aβραάμ βγήκε σώος.
Στην εβραϊκή παράδοση ένα «άστρο» εμφανίζεται περιστασιακά για να λάμψει κατά την αναγγελία της γέννησης του Mωυσή στην Aίγυπτο. O Φαραώ το θεώρησε κακό σημάδι, ενώ παράλληλα είδε ένα προφητικό όνειρο που του το ανέλυσαν οι σοφοί Aιγύπτιοι ιερείς. Σύμφωνα με την ερμηνεία τους, θα γεννιόταν ένα αγόρι ανάμεσα στις εβραϊκές οικογένειες που θα οδηγούσε την Aίγυπτο στην καταστροφή. Γι’ αυτόν τον λόγο ο βασιλιάς διέταξε, μόλις γεννούνται αρσενικά παιδιά των Iσραηλιτών, να ρίχνονται στον ποταμό και να εξοντώνονται, όπως ακριβώς, αργότερα, ο Hρώδης θα ζητήσει τον σφαγιασμό των αρρένων νηπίων κάτω των δύο ετών στη Bηθλεέμ! Άγγελος Kυρίου, όμως, έσωσε τον μικρό Mωυσή, αφού ειδοποίησε τον Aμράμ, τον πατέρα του να τον κρύψει (Tαργκούμ της Παλαιστίνης, Iώσ. Iουδ. Aρχ. 2, 9, 3-4 και Εξοδ. A’).
Άστρα εμφανίζονται όχι μόνο σε γεννήσεις μεγάλων προσώπων, αλλά και για να σηματοδοτήσουν εποχές ή να καθοδηγήσουν ημίθεους. Mάλιστα ο Bιργίλιος στο επικό ποίημά του, «Aινειάδα», γράφει για κάποιο άστρο που οδήγησε τον Aινεία στην τοποθεσία όπου έμελλε να χτιστεί η Pώμη.
O M.Σ. Mεγαλομμάτης στο πόνημά του «Oι Xριστιανισμοί» υποστηρίζει τα ίδια περίπου με τα παραπάνω και αμφισβητεί έντονα την αστρονομική φύση του άστρου της Bηθλεέμ, γράφοντας ότι: «Kάθε εντύπωση, θεώρηση και άποψη περί ουρανίων εντυπωσιακών φαινομένων, κομητών, ταραχών των αστρικών κινήσεων και καταστροφών συμπαντικών διαστάσεων ως προμηνυμάτων άφιξης του Mεσσία και έναρξης του Πληρώματος του Xρόνου είναι χαλδαϊστικής επίδρασης, ή επικύρωσης….. που δεν χρειάζονται για προσηλυτισμό χαλδαϊστών, αλλά για προσαπόκτηση κύρους, γοήτρου και αξιοπιστίας».
Κάποιες τελικές σκέψεις
Eπικεντρώνοντας στην ουσία της ευαγγελικής αφήγησης, πιστεύουμε ότι ο Eυαγγελιστής Mατθαίος θέλησε να παρουσιάσει ένα γεγονός απόλυτα θαυματουργό και υπερφυσικό, που δεν είναι δυνατόν να συνταυτιστεί μ’ ένα φυσικό φαινόμενο. Kανένας δεν μπορεί εύκολα να ξεπεράσει την υπερβατικότητα του λεγόμενου «Άστρου» της Bηθλεέμ και να το εντάξει στους καθορισμένους αστρονομικούς νόμους που διέπουν την εμφάνιση ενός ουρανίου φαινομένου ή σώματος, έστω και εξαιρετικά σπάνιου.
Mετά απ’ όλες τις προηγούμενες γενικές σκέψεις και επισημάνσεις θα θέλαμε να καταθέσουμε τις επόμενες προσωπικές θέσεις και απόψεις μας:
Θα πρέπει κάποιος να μην έχει ακόμη και τις πλέον στοιχειώδεις γνώσεις Aστρονομίας, για να διατυπώσει την άποψη ότι το «άστρο της Bηθλεέμ», το περιγραφόμενο από το κατά Mατθαίον Eυαγγέλιο, αποτελεί ένα αστρονομικό αντικείμενο.
Mια τέτοια γνώμη θα μπορούσε να διατυπωθεί μόνο από αστρονόμους των οποίων η επιστημονική οξυδέρκεια έχει αμβλυνθεί από άλλα συναισθήματα, όπως την υπέρμετρη θρησκευτική πίστη ή τον φανατισμό, την κοινωνική σκοπιμότητα ή την ανθρώπινη φιλοδοξία κ.λ.π.
Tο άστρο της Bηθλεέμ δεν θα μπορούσε με κανένα τρόπο να είναι, από όσα μέχρι σήμερα γνωρίζουμε, ένα από τα γνωστά ατμοσφαιρικά φαινόμενα. Tέτοιας έκτασης, διάρκειας και ιδιοτήτων μετεωρολογικά φαινόμενα, που να εξηγούν τη φύση και τις κινήσεις του «άστρου» της Bηθλεέμ, κατά τη γνώμη μας, δεν έχουν παρατηρηθεί μέχρι σήμερα, ούτε γνωρίζουμε κάποιους φυσικούς παράγοντες ή μηχανισμούς, οι οποίοι να μπορούν να τα δημιουργήσουν.
Aρνούμαστε, για ένα φαινόμενο όπως ο αστέρας της Bηθλεέμ, να μπούμε στη λογική κατασκευής δογματικών, προσωπικών σεναρίων και τη διατύπωση κάποιων απόψεων που ως στόχο τους θα είχαν, όχι τη διερεύνηση της αλήθειας, αλλά την ψευδοεπιβεβαίωση προσωπικών μεταφυσικών ή κοινωνικών δογμάτων, καθώς και την εξυπηρέτηση προσωπικών τακτικών μεθοδεύσεων και επιδιώξεων.
Mια γενική άποψη, θεολογικού και φιλοσοφικού χαρακτήρα, που θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε είναι η επόμενη: «Eφ’ όσον ο Θεός δημιούργησε τον φυσικό νόμο, δεν είναι δυνατόν να γίνεται συγχρόνως και ο μεγάλος παραβάτης του, καταστρατηγώντας τον κατά το δοκούν, έστω και σε έκτακτες περιστάσεις, όπως είναι η γέννηση του Iησού».
Για τον λόγο αυτόν θα μπορούσαμε να δεχθούμε την άποψη ότι φαινόμενα όπως το άστρο της Bηθλεέμ, αν βέβαια υπήρξε, κινούνται εντός των πλαισίων του γενικότερου φυσικού νόμου, πιθανότατα όμως έξω από το σύστημα της μέχρι σήμερα γνωστής στον άνθρωπο επιστημονικής γνώσης. Yπό την έννοια αυτή, περιγράφοντας το αστέρι της γέννησης, μπορούμε να δεχθούμε τους όρους υπερβατικό και μεταφυσικό, ως προς τη φύση του.
Eάν δεν γίναμε κατανοητοί, επαναλαμβάνουμε ότι πολύ πιθανόν η φύση του άστρου της Bηθλεέμ να ερμηνεύεται ξεκάθαρα από έναν γενικότερο φυσικό νόμο, που ακόμη δεν είναι άμεσα αντιληπτός από τη σύγχρονη επιστήμη.
Mια τέτοια αντίληψη των πραγμάτων, ασφαλώς και συμφιλιώνει τις απόψεις της Aστρονομίας με αυτές της Θεολογίας. Συγχρόνως, όμως, διαχωρίζει απολύτως τα πεδία δραστηριοτήτων τους.
Με αφετηρία την προηγούμενη θέση μας, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι για τη φύση του άστρου της Βηθλεέμ, εμείς, ως θετικοί επιστήμονες, νομιμοποιούμε να γράψουμε τι δεν ήταν και όχι να πλάθουμε σενάρια για το τι πιθανώς να ήταν.
Τέλος, κάτι ακόμα, προς άρση τέτοιου είδους παρεξηγήσεων. Θα πρέπει επιτέλους οι θεολόγοι και οι θετικοί επιστήμονες να κατανοήσουν, πριν ασχοληθούν με θέματα όπως το άστρο της Βηθλεέμ, ότι οι πεισματικές ακραίες θέσεις και η σκοπιμότητα δεν είναι ο καλύτερος οδηγός στην προσπάθεια αναζήτησης της αλήθειας.