(Από το βιβλίο των Μάνου Δανέζη και Στράτου Θεοδοσίου: «Το Μέλλον του Παρελθόντος – Επιστήμη και Νέος Πολιτισμός, Εκδόσεις Δίαυλος, Αθήνα 2005)
Τα κοινωνικοπολιτικά χαρακτηριστικά της σύγχρονης παγκόσμιας κρίσης είναι εμφανή και εκδηλώνονται ουσιαστικά μέσα από το πλέγμα δύο κυρίαρχων αμφισβητήσεων.
Η πρώτη αμφισβήτηση αφορά τη δυνατότητα κοινωνικής παρέμβασης των κομμάτων, του βασικού στοιχείου δόμησης της αστικής δημοκρατίας των βιομηχανικών κρατών.
Αυτή η αμφισβήτηση, επικεντρώνεται σε δύο στοιχεία.
Πρώτον στη φυσική ανθρώπινη αδυναμία των πολιτικών της περιόδου να συλλάβουν τις διαφορετικές απαιτήσεις της νέας πολιτισμικής πραγματικότητας.
Δεύτερον, στην αδυναμία των ηγεσιών να κατανοήσουν ότι η δύναμή τους δεν πρέπει να εκφράζεται πλέον μέσω της αποφασιστικότητας και της πυγμής που επιδεικνύουν, αλλά βασικά μέσω της ευαισθησίας τους να αφουγκράζονται την κοινωνία, να αντιδρούν με φαντασία και βασικά να αναγνωρίζουν την περιορισμένη φύση τους.
Αυτό όμως που δεν έχει γίνει κατανοητό είναι ότι ουσιαστικά δεν φταίνε απλά οι ηγεσίες, αλλά βασικά οι κοινωνικές δομές. Οι ηγεσίες απλά, αναγκασμένες να δουλεύουν με βάση τη λογική και τους θεσμούς της βιομηχανικής περιόδου, που σχεδιάστηκαν για μια αργοκίνητη κοινωνία, δεν μπορούν να πάρουν και να υλοποιήσουν αποφάσεις με την ταχύτητα που απαιτούν τα γεγονότα (βλέπε και A. Toffler: Το τρίτο κύμα», εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα, 1982)
Όμως η αδυναμία κοινωνικής παρέμβασης των κομμάτων, αλλά και των ηγεσιών τους, οφείλεται και σε ένα επιπλέον βασικό αίτιο. Ένα κόμμα πρέπει ν’ αποτελεί μια μικρογραφία της ευρύτερης κοινωνικής διαστρωμάτωσης, την οποία υποτίθεται ότι θα πρέπει να εκφράζει. Τα σημερινά κόμματα όλων των πολιτικών αποχρώσεων, είναι δομημένα επί τη βάση ενός Λενιστικού μοντέλου το οποίο προϋποθέτει, όσον αφορά το δυτικό κόσμο, μια κοινωνική δομή, που έχει πάψει προ πολλού να υφίσταται.
H δεύτερη αμφισβήτηση αφορά τις συμβατικές αντιλήψεις, για το πόσο η αρχή της πλειοψηφίας, βασικό συστατικό της πολυκομματικής αστικής δημοκρατίας, υπηρετεί την κοινωνική δικαιοσύνη.
Στην αρχή της βιομηχανικής περιόδου υπήρχαν δύο συγκροτημένες κοινωνικές ομάδες, αυτή των ελάχιστων πλούσιων και εκείνη της πλειοψηφίας των φτωχών. Βέβαια η σημασία και το περιεχόμενο των εννοιών της φτώχιας και του πλούτου από τότε έχει αλλάξει ριζικά στα πλαίσια των δυτικών κοινωνιών. Σήμερα μπορούμε να πούμε ότι οι έννοιες της φτώχιας και του πλούτου δεν μεταβάλλονται μόνο από εποχή σε εποχή αλλά και από τόπο σε τόπο. Έτσι δεν έχουν την ίδια έννοια και το αυτό περιεχόμενο π.χ. στην Γερμανία και τις Ινδίες ή τη Σομαλία.
Όμως οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, δεν παρουσιάζουν την ίδια δομή. Αφ’ ενός μεν χαρακτηρίζονται από μια κοινωνική πολυδιάσπαση, με βάση μη οικονομικά κριτήρια, αφετέρου δε η κοινωνική ομάδα των φτωχών (με τα κλασικά κριτήρια των αρχών της βιομηχανικής περιόδου), δεν αποτελεί πλειοψηφία.
Στις δυτικές κοινωνίες πάμπτωχες, με τα κλασικά βιομηχανικά δεδομένα, είναι βασικά οι κοινωνικά αποκλεισμένες ομάδες ( π.χ. σε φυλετικό, θρησκευτικό, ή εθνολογικό επίπεδο).
Η αρχή της πλειοψηφίας
Εκτός αυτού όμως το βασικό πρόβλημα είναι ότι η αρχή της πλειοψηφίας δεν μπορεί πλέον να υπερασπίζει τα δικαιώματα των μειοψηφιών, εφόσον οι πλειοψηφίες, γαλουχημένες στα νάματα ενός άνευ φραγμών και ηθικής, οικονομικού συμφέροντος που διδάσκει η οικονομική παγκοσμιοποίηση, μεροληπτούν και αυθαιρετούν συστηματικά εις βάρος των αριθμητικά ολιγότερων.
Σωστά λοιπόν ο A. Tόφλερ (1982, «Το τρίτο Κύμα») αναφέρει:
«Χρειαζόμαστε νέους θεσμούς, σχεδιασμένους για μια δημοκρατία μειοψηφιών, θεσμούς που στόχος τους θα είναι ν’ αποκαλύψουν τις διαφορές και όχι να τις καλύπτουν με επιβεβλημένες ή ψεύτικες πλειοψηφίες, βασισμένες σε επιλεκτικές ψηφοφορίες ή περιορισμένες εκλογικές διαδικασίες. Πρέπει να εκσυγχρονίσουμε το σύστημα, έτσι ώστε να ενισχύσουμε το ρόλο των διάφορων μειοψηφιών και παράλληλα να τους επιτρέψουμε συνεργαζόμενες να συγκροτούν πλειοψηφίες».
Τελικά είναι φανερό ότι η κοινωνική κρίση δεν εκφράζεται όπως παλαιότερα μέσω της σύγκρουσης φτωχών και πλουσίων, κομμουνιστών και καπιταλιστών, ή ανάμεσα σε εθνικά κόμματα. Τώρα πλέον υλοποιείται μέσω της σύγκρουσης εκείνων που προσπαθούν να αναπαράγουν και να διαιωνίσουν τις δομές της μονοσήμαντης οικονομικής παγκοσμιοποίησης, και εκείνων που έχουν αντιληφθεί τ’ αδιέξοδα και την έχουν ξεπεράσει, αναζητώντας τις δομές της κοινωνίας του μέλλοντος.
Βιώνοντας την μεταβατική περίοδο
Με βάση τα προηγούμενα γίνεται εμφανές ότι κύριος στόχος και προσανατολισμός μιας νέας προοδευτικής πρότασης είναι η μελλοντική μετάβαση της παγκόσμιας κοινωνίας σε ένα ουμανιστικό σύστημα αξιών, το οποίο θα στηρίζεται σε μια νέα οικονομική δομή. Η δομή αυτή θα πρέπει να είναι εναρμονισμένη με τις δομές ενός νέου πολιτισμικού ρεύματος το οποίο είναι η αναγκαία προϋπόθεση επιβίωσης των επιμέρους κοινωνικών δομών και εκφράσεων.
Αυτό όμως που θα πρέπει να αντιληφθούμε είναι η ύπαρξη μιας δύσκολης μεταβατικής περιόδου, μιας περιόδου που θα κρίνει το κατά πόσον το πέρασμα από το παλαιό στο νέο πολιτισμικό ρεύμα θα είναι επιτυχημένο, ή θα παραμείνει ξανά σε ένα όραμα που θα έχουμε αποτύχει να κάνουμε πράξη, όπως απέτυχαν τόσοι άλλοι σε κάποιες άλλες ιστορικές περιόδους. Το πολιτισμικό αυτό σύστημα, στην πράξη και την εφαρμογή του, προδόθηκε και εξευτελίστηκε από μιαν ανώριμη, σε ψυχική και πνευματική συγκρότηση, κοινωνία τόσο, όσο καμία άλλη ευγενής ιδέα και σκέψη.
Αυτό λοιπόν που πρέπει να γίνει συνείδηση είναι ότι, στο δρόμο που οδηγεί στην νέα παγκόσμια Ουμανιστική κοινωνία, θα συναντήσουμε ένα πλέγμα από δύσκολα, πλην όμως πραγματικά και συγκεκριμένα προβλήματα που μπορούν να λυθούν μόνο αν τεθούν και δουλευτούν με πραγματικές συνθήκες για μια ολόκληρη περίοδο και αντιμετωπιστούν κάτω από τις ειδικές συνθήκες κάθε χώρας.
Όπως όλοι μπορούμε να καταλάβουμε, μέσα στα πλαίσια αυτής της μεταβατικής περιόδου, όλες οι κοινωνικές και παραγωγικές διαδικασίες έχουν ένα μεταβατικό χαρακτήρα, πλην όμως συγκλίνουν στον κύριο στόχο, τον αυριανό πολιτισμικό μετασχηματισμό*.
*βλέπε και P. Ronsavalon: Αυτοδιαχείρηση το μέλλον του Σοσιαλισμού», εκδόσεις Ανδρομέδα, Αθήνα
Κύριος λοιπόν παράγοντας συγκρότησης μια νέας κοινωνικής δομής είναι η συνειδητοποίηση των αιτίων κατάρρευσης του σημερινού Δυτικού Πολιτισμικού ρεύματος. Πάνω στην ανάλυση αυτών των αιτίων πρέπει να θεμελιωθεί μια νέα κοινωνική θεωρία. Ένα νέο παγκόσμιο κοινωνικό συμβόλαιο το οποίο θα επιτρέψει στην κοινωνία μας να ζήσει με ειρήνη, αδελφότητα και δικαιοσύνη.
Όπως ήδη αναφέραμε, το ζητούμενο δεν είναι η μονοδιάστατη διατύπωση μιας νέας κοινωνικής, οικονομικής, ή πολιτικής πρότασης, αλλά η συγκρότηση ενός νέου πολιτισμικού ρεύματος το οποίο θα διαμορφώσει τους όρους ανάπτυξης επιμέρους λειτουργικών προτάσεων, σε όλα τα επίπεδα των ανθρώπινων δραστηριοτήτων.
Αποτελεί βασικό και δραματικό πολιτισμικό σφάλμα η προσπάθεια των δυτικών κοινωνιών να έρθουν σε διάλογο ειρηνικής συμβίωσης με άλλα πολιτισμικά ρεύματα χωρίς να έχουν αναμορφώσει το δικό τους, καθιστώντας το στην πράξη δικαιότερο, ηθικότερο και λειτουργικότερο από τα άλλα.
Μια άκαιρη προσπάθεια επίδρασης του ήδη φθαρμένου δυτικού πολιτισμικού μοντέλου στη λειτουργία άλλων πολιτισμικών ρευμάτων, θα οδηγήσει σε μια παγκόσμια κοινωνική, πολιτική, θεολογική και οικονομική αποσταθεροποίηση. Την αποσταθεροποίηση αυτή θα την εισπράξουν οι δυτικές κοινωνίες μέσω δραματικών πράξεων βίας οι οποίες με την σειρά τους θα αποσταθεροποιήσουν περαιτέρω την ήδη καταρρέουσα πολιτισμική δομή τους.
Τη μακρόχρονη και επίπονη πορεία συγκρότησης ενός νέου δυτικού πολιτισμικού ρεύματος μέλλουν να διαχειριστούν και να υπηρετήσουν δύο βασικές κοινωνικές τάσεις.
Η πρώτη είναι αυτή η οποία, με κριτήριο τις νέες πολιτισμικές αξίες, θα διαχειριστεί την κρίση του καταρρέοντος δυτικού πολιτισμικού ρεύματος την μεταβατική περίοδο. Η δεύτερη είναι εκείνη η οποία μένοντας έξω από τις δομές της διαχείρισης, θα επεξεργάζεται συνεχώς τις λεπτομέρειες του νέου πολιτισμικού συμβολαίου με την κοινωνία.
Το βασικό όμως είναι την περίοδο της διαχείρισης της κρίσης να μην ξεχνάμε ότι: «Η διαχείριση δεν αποτελεί πολιτισμικό πρότυπο και κοινωνικό στόχο όσο επιτυχημένη και αν είναι. Η οποιαδήποτε σύγχυση μεταξύ διαχείρισης της κρίσης και τελικού πολιτισμικού στόχου θα αποβεί μοιραία όχι μόνο για το μέλλον του Δυτικού πολιτισμού, αλλά και για την πορεία ολόκληρης της ανθρωπότητας».