Κάποτε ένα μουσικό περιοδικό μου ζήτησε να περιγράψω ολόκληρη τη ζωή μου μέσα από τα τραγούδια που άκουγα και με συγκινούσαν, το soundtrack δηλαδή της ζωής μου. Το κείμενο αυτό γράφτηκε, παραδόθηκε, αλλά το περιοδικό έκλεισε και ως εκ τούτου το άρθρο δεν δημοσιεύθηκε ποτέ. Αυτό το Πάσχα το βρήκα και το μεταφέρω εδώ …
Το Soundtrack της ζωής μου
Μάνος Δανέζης
Γεννημένος στα δρομάκια του μεταπολεμικού Κεντρικού Πειραιά, από φτωχή οικογένεια το μόνο που μπορώ να φέρω στη μνήμη μου από τα παιδικά μου χρόνια είναι μια αρμονική σύνθεση ήχων, χρωμάτων οσμών και εικόνων. Μια εποχή που και το ραδιόφωνο ήταν ένα είδος πολυτελείας, στην αυλή του σπιτιού μας ζευγάρωναν διαφορετικοί ήχοι.
Στο βάθος από το μικρό καμαράκι, σε χτύπαγαν σαν μαχαιριά οι πενιές των ρεμπέτικων του μπάρμπα Αντώνη, μαζί με το ρυθμικό χτύπημα από τις χάντρες του τεράστιου κεχριμπαρένιου κομπολογιού του.
Τσιτσάνης Μπέλου, Χιώτης, Μαίρη Λίντα, ένα κουβάρι ήχων και ονομάτων πλεγμένο περίεργα μέσα στο μυαλό μου, συνδεδεμένο με κάτι αγαπημένο αλλά συγχρόνως και περιθωριακό για την καθώς πρέπει κοινωνία, όπως μου έλεγαν. Κι απέξω από το καμαράκι το άρωμα του πλατύφυλλου βασιλικού να σε λιγώνει.
Βλέπω την εικόνα του εαυτό μου, γραπωμένο στο παράθυρο του λεωφορείου που μας πήγαινε στο θείο μου στην Καλλιθέα, εκεί στην στροφή στις Τζιτζιφιές, να κοιτάζω συνεπαρμένος, αλλά φευγαλέα τις κομπανίες να παίζουν και να τραγουδούν τα «Ηλιοβασιλέματα» μέσα σε ένα χώρο περίεργο αλλά μαγικό.
Την ίδια ώρα από ένα σαραβαλιασμένο και δεμένο με σύρματα, για να μην διαλυθεί, ραδιόφωνο, σαν μια τρυφερή μουρμούρα, έφταναν και γέμιζαν το νου μου οι βυζαντινές μελωδίες της λειτουργίας της Κυριακής. Μαζί τους και μια γλυκιά μυρωδιά λιβανιού που έφτανε μέχρι τα φύλλα της καρδιάς σου, βαριά και κάποιες φορές αποπνικτική. Ήταν οι ήχοι και οι μυρουδιές της γιαγιάς Κανέλας που την συνόδευαν καθώς πότιζε πρωινιάτικα μια σειρά από γλάστρες με τριαντάφυλλα, γαρουφαλλιές, μπιγκώνιες, βασιλικούς και γαρδένιες. Οι βυζαντινοί αυτοί ήχοι ζευγάρωναν με τις εικόνες του θεϊκού πάθους της Σταύρωσης, της αποκαθήλωσης την Μεγάλη Παρασκευή και της Ανάστασης του Σαββάτου. «Σήμερον κρεμάτε επί ξύλου», «Ω γλυκύ μου Έαρ», «Χριστός Ανέστη», και οι ήχοι αυτοί μπερδευόντουσαν μέσα στο άρωμα της βιολέτας, του γαριφάλου και του μύρου που σαν αχλίδα αγκάλιαζαν τον Επιτάφιο.
Και τα καλοκαιρινά βράδια, όλοι μαζί με τους γείτονες και τους φίλους καθισμένοι στα κατώφλια των σπιτιών μας, άκουγα τα καθώς πρέπει τραγούδια, της ταβέρνας και της παρέας, συνοδευμένα με τις κιθάρες και τα μαντολίνα των γειτόνων. «Άστα τα μαλάκια σου ανακατωμένα», «ετίναξα την ανθισμένη μυγδαλιά», Μαρούδας, Πατέτσος, Κεφαλονίτικοι ήχοι, «σαν πιω κρασί τρελαίνομαι ανασταίνομαι» και όλα αυτά συνοδευμένα με φτηνή ρετσίνα και μεζέδες του ποδαριού, σαρδελίτσα, ρέγκα, τυράκι και ντομάτα. Και πάρα πέρα εμείς τα παιδία , να χαλάμε τον κόσμο παίζοντας κρυφτό, τυφλόμυγα, αμπάριζα και τα μήλα. Και όταν οι καλοκαιρινές ώρες περνούσαν, στρωματσάδα στην ταράτσα, μέσα στο χλωμό, έως ανύπαρκτο κοκκινωπό φως του δημοτικού φωτισμού, κοιτάγαμε τ’ αστέρια, ενώ από την αυλή του διπλανού σπιτιού έφτανε στα αυτιά μας, μέσα από το χωνί του μοναδικού γραμμόφωνου της περιοχής , η φωνή της Μαρίας Κάλας , οι ήχοι του Μπετόβεν του Σοπέν, ήχοι που άλλοτε μας χαλάρωναν και άλλοτε μας εκνεύριζαν, όταν ο ήχος από τις άριες, μας ξύπναγε απότομα από τον ύπνο, ή τους φανταστικούς κόσμους της παιδικής μας ονειροπόλησης.
Ήταν οι ήχοι της καρδιάς του μπάρμπα Ανάργυρου, του διανοητή καλλιτέχνη φωτογράφου της περιοχής, του καλοκάγαθου μοναχικού ανθρώπου, που ολόκληρη η ζωή του ήταν συνδεδεμένη με την κλασσική μουσική, την αγαθή και καθαρή σκέψη, την φιλική διάθεση και τον καλό λόγο. Θυμάμαι ακόμα τον απαλό και γλυκό ήχο του βιολιού συντροφευμένο με τη μυρουδιά της πασχαλιάς, του νυχτολούλουδου και των δειλινών.
Τα χρόνια πέρναγαν και μέσω του πικάπ της αδελφής μου, που το αγόρασε από μιαν υποτροφία που συνόδεψε την εισαγωγή της στο πανεπιστήμιο, χάθηκα στις βελούδινες και ερωτικές φωνές της Έντιθ Πιάφ, του Σαρλ Αζναβούρ του Υβ Μοντάν και αργότερα του Τζονυ Χαλιντέι και της Συλβί Βαρτάν την οποία τότε, ποιος δεν την είχε ερωτευθεί. Όλα αυτά κάτω από μια καταπλάκωση της ψυχής μας από όσα διαβάζαμε στις εφημερίδες και ακούγαμε στο ράδιο. Ήταν η κρίση της Κούβας, και θυμάμαι τον τρόμο και το άγχος μου όταν έμεινα ξάγρυπνος μια νύχτα περιμένοντας να συγκρουστούν οι στόλοι Αμερικής και Ρωσίας και να ξεσπάσει πυρηνικός πόλεμος που θα μας σκότωνε όλους, αυτό πίστευα. Πέρασα όλη τη νύχτα ακούγοντας στο ραδιόφωνο ειδήσεις και στο πικ απ γαλλικά τραγούδια. Κι αυτός ο Ολυμπιακός δεν με ανακούφισε καθόλου αφού ο Σιδέρης δεν κατάφερε, δεν θυμάμαι με ποιόν αντίπαλο, σε κενή εστία να βάλει γκολ και να κερδίσουμε, μετριάζοντας έτσι, με τη χαρά της νίκης του Ολυμπιακού, το φόβο του πυρηνικού ολέθρου που τον περίμενα ώρα την ώρα. Ήταν η εποχή των μουσικών πρωινών του Κίμωνα Αρέτα κάθε Κυριακή στο σινεμά Τερψιθέα λίγο πιο πάνω από το Δημοτικό θέατρο με τα τραγούδια των Ολύμπιανς και άλλων νεανικών σχημάτων. Κάπου εκείνη την περίοδο γνωρίστηκα ηχητικά με τον Μάνο Χατζιδάκι, το Μίκη Θεοδωράκη. Ήμουνα στο γυμνάσιο όταν έμαθα λεπτομέρειες για την απαγορευμένη Εθνική Αντίσταση, που την γνώριζα μέχρι τότε μόνο μέσα από τις σελίδες του «Μικρού Ήρωα» και δεν καταλάβαινα γιατί στο σχολείο τον απαγόρευαν και μας πρότειναν τη «Ζωή του Παιδιού» και την «Διάπλαση των Παίδων». Ήταν η περίοδος που γνωρίστηκα με τα «αντάρτικα τραγούδια» τα «ριζίτικα» με το μεγάλο Νίκο Ξυλούρη, τα «τραγούδια διαμαρτυρίας». Γνώρισα τότε στις μπουάτ την Αρλέτα, την Χωματά, τον Ζωγράφο, την πειραιώτισσα Πόπη Αστεριάδη και τον Σαββόπουλο που τόσο με πίκρανε αργότερα.
Τα πολιτικά γεγονότα εκείνη την εποχή υπήρξαν ραγδαία. Η περίοδος του 114, οι παρεμβάσεις του παλατιού, των Αμερικάνων, η δολοφονία του Λαμπράκη. Στην καρδιά μου χτυπούσαν οι νότες του «Πότε θα κάνει ξαστεριά», «ήταν πρωί του Αυγούστου», οι φωνές της Τζοάν Μπαέζ και του Μπομπ Ντύλαν, διαδηλώσεις, κυνηγητό με την αστυνομία, αποχές από τα μαθήματα.
Η Χούντα με βρήκε στο πρώτο έτος του Πανεπιστημίου. Η μουσική μου παιδεία δέθηκε με το απαγορευμένο τραγούδι. Οι ήχοι και τα τραγούδια των απαγορευμένων ραδιοφωνικών σταθμών της «φωνής της Αλήθειας», της «Ντοϊτσε Βέλε» χάραξαν το είναι μου. Τα τραγούδια και η μουσική των κρατικών ραδιόφωνων, κάθε μουσικό προϊόν που επιτρεπόταν ήταν απαγορευμένο για όλους όσους οραματιζόντουσαν την δημοκρατία. Βέβαια υπήρχαν και εξαιρέσεις, όταν τα απαγορευμένα γλυκανάλατα τραγούδια παιζόντουσαν σε κάποια πάρτι που έπρεπε να συναντήσω τα κορίτσια που ήμουνα ερωτευμένος.
Κυρίαρχος της καρδιάς μου ο Μίκης Θεοδωράκης μέσα από τη φωνή της Μαρίας Φαραντούρη. Τα τραγούδια του βάλσαμο καρδιάς και ελπίδα για το μέλλον, αλλά, δεν μπορούσα βέβαια να ξεπεράσω την γλυκιά ανατριχίλα των «αστικών», έτσι τα λέγαμε τότε, τραγουδιών, του Ανταμό, του Αλμπάνο και του Χούλιο Ινγκλέσιας. Βασικά βέβαια περίμενα τους ήχους των μπλούζ, που με άφηναν να γεύομαι την αγκαλιά της αγαπημένης μου.
Η περίοδος της χούντας με έκανε να μισήσω το δημοτικό τραγούδι, με το οποίο συναντήθηκα φιλικά και ανθρώπινα πολύ αργότερα.
Η Χούντα πέρασε, τα πάθη αμβλυνθήκαν σταδιακά με την πάροδο του χρόνου. Αρχικά ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο συμφοιτητής μου Θωμάς Μπακαλάκος, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Ξαρχάκος, η διαχρονική μαγεία του Χατζηδάκη, οι θεϊκές νότες του Μάνου Λοϊζου και του Σπανουδάκη. Ήταν η περίοδος που με είχαν συνεπάρει οι φωνές της Γαλάνη της Αλεξίου και του Παπακωνσταντίνου. Ειδικά ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου με έκανε (και ακόμα με κάνει) να τρέχω στις συναυλίες του σαν δεκαοκτάχρονο παιδί. Ξημεροβράδιαζα παρέα με την αγαπημένη φωνή της Τάνιας Τσανακλίδου, και το τόσο παράξενο μοτίβο των τραγουδιών του Ρασούλη και των Χειμερινών Κολυμβητών. Το μυαλό μου ταξίδευε και χανόταν στο υπερπέραν με τους ήχους της μουσικής του Βαγγέλη Παπαθανασίου, τις νότες του βιολιού της Βανέσας Μέϊ, και τις φωνές του Γιάννη Κότσιρα, Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, της Σελίν Ντιόν της Αντέλ και της Σακίρα. Μαζί με αυτούς ο νους μου γαλήνευε στη μελωδία της φωνής του Παβαρότι και του Λούτσιο Νταλα. Τέλος δεν μπορώ να λησμονήσω την σκληράδα και την αγωνία ψυχής των τραγουδιών του Νικόλα του Άσημου και του Παύλου Σιδηρόπουλου.
Τώρα πια η νοσταλγία της ηρεμίας των πρώτων χρόνων της νιότης μου με κατακλύζει και χάνομαι πάλι, ανάλογα την ψυχική μου κατάσταση, στους ήχους του βιολιού της κλασικής μουσικής, του ρεμπέτικου, του τρυφερού ερωτικού ελληνικού τραγουδιού και της εσωτερικής κατάνυξης του βυζαντινού ήχου.