*(Από το βιβλίο των Μ. Δανέζη και Ε. Θεοδοσίου: «Το Μέλλον του Παρελθόντος μας», Εκδόσεις Δίαυλος, Αθήνα 2005)
… Ένα εμφανές στοιχείο του μελλοντικού Ουμανιστικού πολιτισμού είναι η δυνατότητά του να στηρίζεται σε μια ποικιλία ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (υδρογονική σύντηξη, ηλιακή ενέργεια, γεωθερμική, παλιρροιακή, βιομάζα κλπ). Ομοίως θα στηρίζεται σε μια νέα τεχνολογική βάση που θα γεννηθεί από τη βιολογία, την πληροφορική, τη γενετική, την ηλεκτρονική, την αστροφυσική.
Ο Νέος Κόσμος θα χαρακτηρίζεται από μια κοινωνική πολυμορφία και μια επιτάχυνση των ιστορικών μεταλλαγών. Δεν μπορεί να είναι βίαια αντιδημοκρατικός και μιλιταριστής, ούτε να διακατέχεται από ιστορικά και φυλετικά σύνδρομα. Σίγουρα θα αναδεικνύει την προσωπικότητα του πολίτη και δεν θα τον υποβαθμίζει σε μια απρόσωπη ομοιομορφία.
Κύριο χαρακτηριστικό του Ουμανιστικού πολιτισμού σίγουρα θα είναι η συρρίκνωση της βιομηχανικής δομής του Έθνους – Κράτους, με μια σύγχρονη συγκρότηση μεγάλων πολύμορφων και αλληλοεξαρτώμενων κοινοτήτων πολλών Εθνών.
Ο νέος αυτός πολιτισμός, αν και ουσιαστικά διαφορετικός, θα παρουσιάζει εκ πρώτης όψεως αρκετά χαρακτηριστικά, όμοια μ’ εκείνα των κοινωνιών της προβιομηχανικής περιόδου. Η περίεργη αυτή ομοιότητα θα δώσει τη δυνατότητα σε πολλές αναπτυσσόμενες, αλλά μη βιομηχανικές χώρες, αν το αντιληφθούν, να αποκτήσουν τη δυνατότητα εισόδου στη μεταβιομηχανική περίοδο, χωρίς προηγουμένως να εκβιομηχανιστούν*.
Ως παράδειγμα αναφέρουμε την «άυλη» εργασία, δηλαδή την έμμισθη προσφορά εργασίας από το σπίτι μέσω δικτύων Η/Υ. Η εργασία αυτή, αν και φαινομενικά όμοια, δεν έχει σχέση με την οικοτεχνία κάποιων άλλων ιστορικών περιόδων. Σύμφωνα με τον A. Negri: «Αφ’ ης στιγμής η παραγωγή υπηρεσιών δεν καταλήγει σε κάποιο υλικό αγαθό διαρκείας, θα ορίσουμε την εργασία που ενέχεται σε αυτήν την παραγωγή ως άυλη εργασία, τουτέστιν εργασία η οποία παράγει ένα άυλο αγαθό, λόγου χάριν μια υπηρεσία, ένα πολιτιστικό προϊόν, γνώση ή επικοινωνία».
Σε οικονομικό επίπεδο, η νέα παγκόσμια οικονομία θα εξυπηρετείται από τραπεζικές και χρηματοδοτικές υπερεθνικές πηγές, που κάθε ένα από τα σημερινά κράτη δεν θα μπορεί να καναλιζάρει μόνο του. Η οικονομική αυτή τάξη θα συγκροτεί διεθνικά πακέτα νομισμάτων και θα εκφράζει συμφέροντα ευρύτερα των εθνικών.
Στην αρχή όμως της νέας εποχής, κατά την οποία οι αναπτυγμένες βιομηχανικές χώρες θα έχουν αποδυναμώσει ή υποβαθμίσει το ρόλο του κράτους, κάποιες φτωχές ακόμα χώρες θα εξαπατηθούν εκ νέου. Όπως αναφέρει ο Α. Τόφλερ:: «Πολλές φτωχές χώρες θα επιχειρήσουν να καθορίσουν μέσω μιας καθυστερημένης εκβιομηχάνισης παλαιού τύπου, μια ισχυρή κρατική ταυτότητα, κι αυτό μόνο και μόνο διότι με τον τρόπο αυτό αναπτύχθηκαν οικονομικά οι δυτικές αναπτυγμένες χώρες.
Οι χώρες αυτές, αγνοώντας ότι δεν υπάρχει πλέον η αυτή ενεργειακή βάση, καθώς και οι πηγές πρώτων υλών του παρελθόντος, θα αποτελέσουν, έναντι αδρής αμοιβής που θα καταβάλουν, τον τελικό αποδέκτη ενός άχρηστου για τις προηγμένες κοινωνίες μηχανολογικού εξοπλισμού, που τελικά δεν θα βοηθήσει την οικονομική ανάπτυξη των χωρών αυτών» (Α. Toffler 1982)
Κάτω από το βάρος αυτών των εξελίξεων, οι υπό ανάπτυξη κοινωνίες, αν θέλουν να επιζήσουν, θα πρέπει να αναθεωρήσουν ραγδαία την οικονομική και κοινωνική δομή τους, καθώς και την ενεργειακή πολιτική τους.
Μεγάλες επενδύσεις πρέπει να γίνουν στον τομέα των εναλλακτικών πηγών ενέργειας (ηλιακή, αιολική, βιομάζα κλπ.), ενώ άμεση θα γίνει η ανάγκη ανάπτυξης και εκσυγχρονισμού μη ενεργοβόρων κοινωνικών εξυπηρετήσεων, όπως των μαζικών μέσων μετακίνησης. Οι τεράστιες απώλειες ηλεκτρικής ενέργειας στο δίκτυο διανομής θα πρέπει να ελαχιστοποιηθούν, ενώ συγχρόνως θα πρέπει να εντατικοποιηθεί ή γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή, εφ’ όσον τα βιομηχανικά υποκατάστατα θα γίνουν πανάκριβα.
Στο επίπεδο των εξωτερικών σχέσεων θα πρέπει οι απειλούμενες κοινωνίες να ξεπεράσουν δόγματα και αφορισμούς. Συγχρόνως, χαλαρώνοντας την κλειστή έννοια των συνόρων και των στενών εθνικιστικών επιδιώξεων πρέπει να συνεργασθούν ισότιμα και συμπληρωματικά στο πλαίσιο πολυεθνικών ομάδων χωρών που βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης. Αυτό που θα πρέπει να θεωρήσουμε βέβαιο είναι ότι: «Κανένα κράτος δεν είναι πλέον διατεθειμένο να προσφέρει σε άλλα, περισσότερα από όσα αναμένει να πάρει στο μέλλον από αυτά» (Α. Toffler 1982).
Το μεγάλο, όμως, πρόβλημα, που θ’ αντιμετωπίσει η κοινωνία του μέλλοντος, είναι η διασφάλιση μιας ελεύθερης και δημοκρατικής πληροφόρησης κι αυτό διότι είναι αναμενόμενο να επιχειρηθεί μια πνευματικά βίαιη χειραγώγηση των πολιτών, μέσου του ελέγχου της ροής και της ποιότητας των πληροφοριών.
Η αληθής πληροφορία δεν ταυτίζεται με την έννοια της πληροφόρησης, η οποία συνίσταται στη δυνατότητα διασταύρωσης και επαλήθευσης αλληλοσυγκρουόμενων αληθών ή ψευδών πληροφοριών.
Παρ’ όλο όμως ότι η τελικά αληθής πληροφορία συνιστά μέσον πληροφόρησης, η έντεχνη συρραφή σειράς, έστω και αληθών, πληροφοριών μπορεί να οδηγεί στην πλέον άκρατη παραπληροφόρηση.
Έτσι, ελευθερία στην πληροφόρηση σημαίνει ελευθερία των μέσων, αλλά συγχρόνως και πλάτεμα των κύριων χώρων παραγωγής της.
Δικαίωμα στην πληροφόρηση δεν σημαίνει μόνο τη δυνατότητα του να δέχεται κανείς και να επεξεργάζεται πληροφορίες, αλλά επίσης να τις παράγει.
Το σοκ όμως των ραγδαίων οικονομικών και κοινωνικών αλλαγών θα σημάνει ίσως το τέλος εκείνων των κοινωνιών, οι οποίες μη κατανοώντας τα πραγματικά αίτια της κρίσης, θα πολυδιασπαστούν σε ομάδες διαμαρτυρίας, αμφισβήτησης, ή ακόμα διεκδίκησης και υπεράσπισης ενός καταναλωτικού τρόπου ζωής, που είναι δεδομένο ότι θα χαθεί μαζί με το επερχόμενο τέλος της κοινωνίας που τον δημιούργησε.
Επειδή, όμως, η κοινωνική πολυδιάσπαση και οι έντονες κοινωνικές αντιδράσεις είναι αναμενόμενο επακόλουθο του ραγδαίου παγκόσμιου κοινωνικού μετασχηματισμού, οι ευθύνες των ηγεσιών είναι τεράστιες. Η κρίση θα πάρει, εν καιρώ, εκρηκτικά έως βίαια χαρακτηριστικά, αν δεν αντιμετωπιστεί από την αρχή με πνεύμα κοινωνικής συναίνεσης και δικαιοσύνης.
Η ιστορία διδάσκει, ότι, αν κατά τη διάρκεια των μεγάλων κοινωνικών μεταλλαγών, οι προνομιούχες οικονομικά και κοινωνικά τάξεις δεν επωμισθούν έγκαιρα και δίκαια το μερίδιο του κόστους που τους αναλογεί, σύντομα θα πληρώσουν ολόκληρο το κόστος κάτω από εξαιρετικά δυσάρεστες συνθήκες (Α. Toffler, «Το τρίτο κύμα 1982»).
Πέρα όμως από όλα τα προηγούμενα, το Νέο Πολιτισμικό Ρεύμα απαιτεί την αναμόρφωση του ανθρώπου σε πέντε βασικές απόψεις του γύρω από το νόημα της ζωής. Έτσι θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι:
Το νόημα της ζωής κρύβεται πίσω από την έννοια της ψυχικής σχέσης μας με τους άλλους ανθρώπους και όχι στον απομονωτισμό του ατομικού ψυχισμού μας.
Η βιολογική μας ύπαρξη ολοκληρώνεται μέσα από την οικουμενική συνύπαρξή μας με όλους τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως φυλετικών, οικονομικών, εθνικών και θρησκευτικών διαφοροποιήσεών τους. Η συνύπαρξη αυτή απαιτεί την ανάπτυξη μιας ευρύτερης αίσθησης «ανοχής» στην ψυχική και βιολογική ιδιαιτερότητα του «πλησίον» μας.
Η αναγκαιότητα ψυχικής σχέσης και βιολογικής συνύπαρξης με ένα μεγάλο αριθμό ατόμων, πολλαπλών ιδιαιτεροτήτων, απαιτεί να αντικατασταθεί ο ατομικός λόγος από τον κοινωνικό διάλογο.
Στα ανεπτυγμένα κράτη πλέον το πρόβλημα της ζωής στα πλαίσια του Νέου Πολιτισμικού Ρεύματος δεν είναι όπως παλαιότερα η επιβίωση αλλά η συμβίωση
Η γνώση της αλήθειας των όντων δεν αποτελεί κτήση κανενός. Όλοι μας αποτελούμε μετόχους της συμπαντικής γνώσης στο επίπεδο των δυνατοτήτων μας. Η γνώση είναι δύναμη και η συνολική δύναμη του σύμπαντος μερίζεται στους ανθρώπους δίχως να διαμερίζεται και δεν αποτελεί αποκλειστικό κτήμα κανενός.
Η σχέση της γνώσης με τον άνθρωπο είναι ερωτική και όπως αναφέρει και ο καθηγητής της θεολογικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Μ. Μπέγζος: «Η κτητική γνώση μένει ανέραστη, αλλά η μετοχική γνώση γίνεται ερωτική πράξη. Η αλήθεια δεν είναι καρπός στεγνού λογισμού των φυσικομαθηματικών επιστημών και στυγνού υπολογισμού κεφαλαιοκρατικών συμφερόντων, αλλά αποτελεί γέννημα θρέμμα του ερωτικού λόγου. Μόνο στον έρωτα ενώνεται η ζωή με τη σκέψη, η γνώση με την πράξη, η θεωρία με την εφαρμογή. Και μόνο σε ένα τέτοιο ορίζοντα σχεσιακού, υπαρξιακού διαλόγου, συμβιωτικού και ερωτικού λόγου βρίσκει η ζωή το νόημα της, παίρνει ξανά πάλι σημασία και αποκτά όντως αξία».